προκατηγορώ

προκατηγορώ
-έω, Α [κατηγορῶ]
1. απαγγέλλω εκ τών προτέρων κατηγορία εναντίον κάποιου για κάτι που πρόκειται να διαπράξει, κατηγορώ εκ τών προτέρων
2. κατηγορώ προηγουμένως, πριν από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα
3. είμαι ο πρώτος κατήγορος κάποιου
4. (το ουδ. τής μτχ. τού παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ προκατηγορηθέντα
οι κατηγορίες που έγιναν προηγουμένως, πριν από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προκατηγορία — ἡ, Α [προκατηγορῶ] πρότερη κατηγορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”